- πωρώνομαι
- πωρώνομαι, πωρώθηκα, πωρωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πωρώνομαι — πωρώθηκα, πωρωμένος, απολιθώνομαι, παθαίνω ηθική διάβρωση, γίνομαι ηθικά αναίσθητος: Πωρωμένη συνείδηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιπωρούμαι — ἐπιπωροῦμαι, όομαι (Α) [πωρούμαι] 1. πωρώνομαι, σκληραίνω στην επιφάνεια 2. σκληραίνω έπειτα … Dictionary of Greek
πωρώνω — πωρῶ, όω, ΝΑ [πῶρος] 1. μεταβάλλω κάτι σε πώρο, απολιθώνω 2. συγκολλώ και θεραπεύω κάταγμα ενός οστού με τον σχηματισμό οστέινου πώρου 3. (συν. το παθ.) πωρώνομαι και πωροῡμαι, όομαι μτφ. γίνομαι ηθικά αναίσθητος, ασυνείδητος 4. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek